- εξεραμα
- ἐξέραμαἐξέρᾱμα-ατος τό блевотина NT.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐξέραμα — ἐξέρᾱμα , ἐξέραμα vomit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξέρασμα — ἐξέρασμα και ἐξέραμα, το (AM) [εξερώ (I)] το ξέρασμα, ό,τι έχει αποβληθεί με εμετό … Dictionary of Greek
ἐξεράματα — ἐξερά̱ματα , ἐξέραμα vomit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)